-
1 ἀπολαύω
A , Pl.Chrm. 172b, etc.; later- λαύσω D.H.6.4
, Plu.Pyrrh.13, etc. (in earlier writers corrupt, as Hyp.Epit.30): [tense] aor. , Ar.Av. 1358, etc.: [tense] pf.- λέλαυκα Pl.Com.169
, Isoc.19.23: —[voice] Pass., [tense] pf.- λέλαυται Philostr. VA6.19
, butἀπολελαυσμένος Plu.2.1089c
,1099e ([etym.] ἐν-): [tense] aor.ἀπελαύσθην Ph.1.37
.—The double augm. ἀπήλαυον, ἀπήλαυσα, is found in codd. of Id.1.435, etc., prob. in LW 1046.5 ([place name] Blaudos). (The simple λαύω is not found, but was = λάφω, expl. by Aristarch. as ἀπολαυστικῶς ἔχω, cf. Apollon.Lex., Sch.Od. 19.229):— have enjoyment of a thing, have the benefit of it, c. gen. rei,τῆς σῆς δικαιοσύνης Hdt.6.86
.ά; τῶν σιτίων Hp.VM11
, cf. Pl.R. 354b; ἰχθύων, λαχάνων, ἐδεσμάτων, etc., enjoy them, Amphis 26, Aristopho 10.3, Antiph.8; ποτῶν, ὀσμῶν, X.Cyr.7.5.81, Hier.1.24, etc.;τῶν ἀγαθῶν Isoc.1.9
, Pl.Grg. 492b; ; τῆς σιωπῆς ἀ. take advantage of it, D.21.203;τῆς ἐξουσίας Aeschin.3.130.2
. with acc. cogn. added, ἀ. τί τινος enjoy an advantage from some source,τί γὰρ.. ἂν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ar.Nu. 1231
, cf. Th. 1008, Pl. 236;ἐλάχιστα ἀ. τῶν ὑπαρχόντων Th.1.70
;τοῦ βίου τι ἀ. Id.2.53
;ζῴων τοσαῦτα ἀγαθὰ ἀ. ὁ ἄνθρωπος X.Mem.4.3.10
, cf. Pl.Euthd. 299a, etc.;τοσοῦτον εὐερίας ἀπολέλαυκε Pl.Com. 169.3
. c. acc. (instead of gen.),ἀ. τὸν βίον Diph.32.6
( ἀποβάλλειν cj. Kock);ἀ. καὶ πάσχειν τι Arist.Sens. 443b3
. 4. abs., οἱ ἀπολαύοντες, opp. οἱ πονοῦντες, Id.Pol. 1263a13; ἧττον ἀ. to have less enjoyment, Id.HA 584a21;ἡδόμενοι καὶ -οντες Plu.2.69e
.II in bad sense (freq. ironically), have the benefit of,τῶν Οἰδίπου κακῶν ἀ. E.Ph. 1205
;ἀ. τι τῶν γάμων Id.IT 526
;ἧς ἀπολαύων Ἅιδην.. καταβήσει Id.Andr. 543
(lyr.); τῶν ἁμαρτημάτων, τῶν ἀσεβῶν ἀ., Hp.VM 12, Pl.Lg. 910b;φλαῦρόν τι ἀ. Isoc.8.81
, cf. Pl.Cri. 54a: with Preps.,ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων [παθῶν] ἀ. Id.R. 606b
; ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ εἶναι ἀ. ib. 395c;ἀπ' ἄλλου ὀφθαλμίας ἀ. Id.Phdr. 255d
.2 abs., have a benefit, come off well,Ar.Av. 1358.III make sport of,συνοδοιπόρου Thphr.Char.23.3
, cf. Lys.6.38.—Chiefly [dialect] Att.; Trag. only in E. (Cf. Lat. lu-crum, Goth. laun 'payment', Slav. loviti 'capture'; cf. [dialect] Dor. λᾱία, [dialect] Att. λεία 'booty'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολαύω
-
2 пользоваться
пользоватьсянесов1. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ·2. (использовать, извлекать выгоду) ἐπωφελοῦμαι:\пользоваться передышкой ἐπωφελοῦμαι ἀπό τήν ἀνάπαυλα· \пользоваться своим преимуществом χρησιμοποιώ τήν πλεονεκτική μου θέση· \пользоваться случаем ἐπωφελοῦμαι τής εὐκαιρίας·3. (обладать чем-л.) ἀπολαύω, χαίρω:\пользоваться права́ми (привилегиями) ἀπολαύω δικαιωμάτων (προνομίων)· \пользоваться известностью (доверием) χαίρω φήμης (τής ἐμπιστοσύνης)· \пользоваться успехом ἔχω ἐπιτυχία· \пользоваться общим уважением ἀπολαύω τής γενικής ἐκτιμήσεως· не \пользоваться любовью εἶμαι ἀντιπαθής· \пользоваться спросом ἔχω ζήτηση. -
3 εύνοια
η благосклонность,, расположение; доброжелательность; благоволение (уст.);εύν της τύχης — благосклонность судьбы;
αποκτώ την εύνοια κάποιου — завоёвывать благосклонность, расположение кого-л.;
έχω την εύνοια κάποιου — пользоваться чьйм-л. расположением;
χάνω την εύνοια κάποιου — впадать в немилость к кому-л.;
απολαύω της εύνρίας τίνος — быть в фаворе у кого-л.;
δείχνω εύνοια — благоволить (к кому-л.)
-
4 παρ-απο-λαύω
παρ-απο-λαύω (s. ἀπολαύω), daneben, beiläufig Nutzen od. Schaden haben von Etwas, τινός; Nic. arith. 1; παραπολαῠσαι τῆς μωρίας, Luc. Alex. 45; auch a. Sp.
-
5 παραπολαυω
-
6 пожинать
пожинатьнесов книжн. δρέπω, ἀπολαύω:\пожинать плоды своих трудов δρέπω τους καρπούς τής ἐργασίας μου· ◊ \пожинать ла́вры δρέπω δάφνες. -
7 συναπολαύω
A share in the enjoyment, Arist.HA 623a24, EE 1244b18; τινος of a thing, D.S. 9.20, Luc.Musc.Enc.8, Diog.Oen.1, Supp.Epigr.4.259 ([place name] Panamara); τινι with a person, Them.Or.4.57d, etc.2 share in the good or evil of..,τὸ ἀσύμμετρον.. οὐ σ. τῶν μερῶν Arist.Pr. 883a15
; in bad sense, αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν make it suffer with them, Id.Pol. 1303b32; σ. νόσου, τοῦ κακοῦ, Them.Or.1.7b, Max. Tyr.18.9;τῆς ἀναθυμιάσεως Gal.18(2).74
; cf.ἀπολαύω 11.1
.3 simply, share in, have somewhat of, τινος Thphr.CP6.8.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναπολαύω
См. также в других словарях:
απολαύω — (AM ἀπολαύω) 1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος 2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι νεοελλ. (με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος αρχ. 1. βγαίνω ωφελημένος 2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό 3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως… … Dictionary of Greek
λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αμώ — (I) ἀμῶ ( άω) (Α) 1. (για τα γεννήματα) θερίζω, δρέπω, κόβω 2. (ενεργητικό και μέσο) κόβω 3. αποκομίζω, κερδίζω, απολαύω 4. κατασφάζω σε μάχη, «θερίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *∂2em (πρβλ. αρχ. γερμ. māen, αγγλοσαξ. māwan). Στον Όμηρο απαντούν… … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek
λαρός — λαρός, όν (Α) ευχάριστος στη γεύση, στην οσμή, στην όψη ή στην ακοή (α. «λαρώτατος οἶνος», Ομ. Οδ. β. «λαρὸν ἔπος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο υπερθετικός τού επιθ. λᾱρώτατος με το ω τής κατάλ. αφήνει να εννοηθεί ότι το α τού τ. θα πρέπει στην… … Dictionary of Greek
απολαμβάνω — απολαμβάνω, απόλαυσα βλ. πίν. 98 Σημειώσεις: απολαμβάνω : συναντάται μερικές φορές και ο λόγιος αόριστος απήλαυσα. Σπάνια χρησιμοποιείται ο λόγιος ενεστώτας απολαύω σε εκφράσεις όπως: απολαύει της εμπιστοσύνης (→ έχει την εμπιστοσύνη...) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής